- μερκατορικός
- -ή, -ό1. (για γεωγραφικό χάρτη) αυτός που έχει κατασκευαστεί με βάση το σύστημα προβολής που επινόησε ο Φλαμανδός μαθηματικός και γεωγράφος Ζεράρ Μερκάτορ τον 16ο αιώνα2. φρ. «μερκατορική προβολή» — επίπεδη απεικόνιση τής Γης που επινοήθηκε από τον Μερκάτορ, κατά την οποία η επιφάνεια προβολής είναι η επιφάνεια κυλίνδρου εφαπτόμενου τού σφαιρικού ισημερινού και στην οποία οι διαδοχικοί μεσημβρινοί παριστάνονται με παράλληλες ευθείες που απέχουν ίσα μεταξύ τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Από το εκλατινισμένο όνομα Mercator τού Φλαμανδού γεωγράφου G. Kramer].
Dictionary of Greek. 2013.